- ονυχοειδής
- -ές (Α ὀνυχοειδής, -ές) [όνυξ, -υχος (Ι)]αυτός που μοιάζει με νύχι, που έχει σχήμα νυχιούνεοελλ.φρ. «ονυχοειδές οστό»ανατ. παλαιότερη ονομασία τού δακρυϊκού οστού.επίρρ...ονυχοειδώςμε ονυχοειδές σχήμα.
Dictionary of Greek. 2013.